- μισόθηρον
- μῑσόθηρον , μισόθηροςhating the chasemasc/fem acc sgμῑσόθηρον , μισόθηροςhating the chaseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισόθηρος — μισόθηρος, ον (Α) 1. αυτός που απεχθάνεται τη θήρα, το κυνήγι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόθηρον η απέχθεια προς το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + θηρος (< θήρ «άγριο θηρίο»), πρβλ. μιξό θηρος, φιλό θηρος] … Dictionary of Greek